μικρῶς

μικρῶς
μῑκρῶς , μικρός
small
adverbial
μῑκρῶς , σμικρός
small
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μικρώς — μικρῶς και σμικρῶς (Α) (επίρρ. βλ. μικρός …   Dictionary of Greek

  • Микротопоним — (греч. μῑκρῶς малый + топоним) Собственное имя небольшого географического объекта, как правило, известное лишь сравнительно неширокому кругу людей, живущих вблизи его: холм, ручей, поляна, камень, тропа, сад, площадь, проулок, отдельное… …   Справочник по этимологии и исторической лексикологии

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”